αεροθεραπευτικός

αεροθεραπευτικός
-ή, -ό [αεροθεραπευτής]
1. ο σχετικός με την αεροθεραπεία
2. ο οπαδός τής αεροθεραπείας
το θηλ. ως ουσ. η αεροθεραπευτική
η αεροθεραπεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”